γλαυκόφθαλμος

γλαυκόφθαλμος
-η, -ο (AM γλαυκόφθαλμος, -ον)
ο γαλανομάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλαυκόφθαλμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκόφθαλμον — γλαυκόφθαλμος masc/fem acc sg γλαυκόφθαλμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκοφθάλμοις — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκοφθάλμους — γλαυκόφθαλμος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκοφθάλμων — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκοφθάλμῳ — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκόφθαλμα — γλαυκόφθαλμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαυκόφθαλμοι — γλαυκόφθαλμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • зеркий — голубоглазый , только русск. цслав., с колебаниями формы; зекръ, изекръ, зеркъ γλαυκός, γλαυκόφθαλμος (Мi. LР 224; Срезн. I, 969). Относят к зреть (Лёвенталь, Farbenbez. 17 и сл.; Мi. ЕW 402). Возм., из *зеръкъ, *иззеръкъ? Исходная форма неясна …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”